λοιδορούμαι

λοιδορούμαι
λοιδορούμαι, λοιδορήθηκα βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοιδοροῦμαι — λοιδορέω abuse pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβάζω — και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι 2. γεν. μάχομαι 3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.) 4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι (μτφ) λοιδορούμαι.… …   Dictionary of Greek

  • λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”